τραμπουκισμός

τραμπουκισμός
ο
συμπεριφορά τραμπούκου, βάρβαρη πράξη: Με τραμπουκισμούς διασαλεύεται η δημόσια τάξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραμπουκισμός — ο, Ν 1. θρασεία και βίαιη ενέργεια 2. σκαιότητα, βιαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραμπούκος + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”